τέκμαρ

τέκμαρ
και τέκμωρ, -ος, τὸ, Α
1. όριο, τέλος, πέρας («τὸ τέκμαρ καὶ πέρας ταὐτόν ἐστι κατὰ τήν ἀρχαίαν γλῶσσαν», Αριστοτ.)
2. επιδίωξη, σκοπός («θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδισσι τέκμαρ ἀνύεται», Πίνδ.)
3. διέξοδος («τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐκ ἕπεται τέκμαρ», Πίνδ.)
4. όριο που έχει προκαθοριστεί με σαφήνεια («δειλῶν τε καὶ ἐσθλῶν τέκμαρ ἐναργές», Ησίοδ.)
5. βέβαιο, ασφαλές σημείο που παρέχεται επίσημα («τοῡτο γὰρ ἐξ ἐμέθεν μέγιστον τέκμωρ», Ομ. Ιλ.)
6. τεκμήριο, σύμπτωμα νόσου
7. (στην κοσμολογία τού Αλκμάνος) αρχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ., η οποία απαντά με δύο σημ., «όριο, τέρμα, τέλος» και «ένδειξη, σημάδι, απόδειξη» (πρβλ. τεκμήριον), η σχέση τών οποίων μπορεί πιθ. να γίνει κατανοητή μέσω της σημ. «προκαθορισμένο όριο, όριο που έχει προδιαγραφεί» και επομένως «σημάδι, ένδειξη». Η σημ. αυτή έχει οδηγήσει σε αναγωγή τής λ. στην ΙΕ ρίζα *kwek- «βλέπω, δείχνω, φαίνομαι» (ο αρκτικός χειλοϋπερωικός φθόγγος *kw- έδωσε τ- στην Ελληνική, πρβλ. τέ < IE *kwe) με επίθημα *-mr- με αντιπροσώπευση τού *-r- με τις δύο δυνατές μορφές ως -αρ στον τ. τέκμαρ (πρβλ. φρέ-αρ) και ως -ωρ στον τ. τέκμωρ (πρβλ. ὕδ-ωρ) και στη σύνδεσή της με: αρχ. ινδ. caste, kaksate «βλέπω», αβεστ. căšman- «μάτι» (με εναλλαγή στο επίθημα *-mn-/*-mr- σε σχέση με τον ελλ. τ., πρβλ. ὗπαρ: ὕπνος). Σχετικά με τον τρόπο σχηματισμού τής λ. τέκμαρ έχει διατυπωθεί επίσης, η άποψη ότι ο τ. προήλθε (μέσω *τεκτ-μαρ) από μια μορφή *kwe-ks- τής ρίζας, με ληκτικό φθόγγο *ks-, όπου το *ks- αποδόθηκε ως κτ- στην Ελληνική (πρβλ. κτίζω*: αρχ. ινδ. kseti, τέκτων*: ΙΕ ρίζα *teks-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τέκμαρ — fixed mark neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέκμωρ — τέκμαρ fixed mark neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • казать — кажу: выказать, показать, сказать, отказать, приказать, также указ, приказ, рассказ и т. д., укр. казати говорить , ст. слав. казати, кажѫ δεικνύναι, λέγειν, болг. кажа, казвам говорю , сербохорв. казати, ка̑же̑м сказать , словен. kazati, kâžem… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • HAMADRYADLS — nhymphae. Virg. Ecl. 10. v. 62. Iam neque Hamadryades rursus; nec carmina nobis Ipsa placent. Ubi Serv. Nymphae, inquit, sunt, quae cum arboribus nascuntur et intereunt; ἀπὸ τȏυ ἅμα, καὶ τῆς δρυὸς, qualis fuit illa, quam Erisichthon occidit. Ovid …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ήμαρ — ἦμαρ, δωρ. και αρκ. τ. ἆμαρ, τὸ (Α) 1. η ημέρα («νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. (ως επίρρ.) ἦμαρ κατά τη διάρκεια τής ημέρας 3. φρ. α) «μέσον ἦμαρ» μεσημέρι β) «δείελον ἦμαρ» δειλινό γ) «ἐπ ἤματι» i) καθημερινά ii) κατά το διάστημα τής ημέρας… …   Dictionary of Greek

  • ατέκμαρτος — η, ο (Α ἀτέκμαρτος, ον) αυτός που δεν τεκμαίρεται, που δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί αρχ. 1. (για πρόσωπα) αβέβαιος, ασταθής 2. απεριόριστος, άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τεκμαίρομαι < τέκμαρ, το «όριο, τέρμα, ορισμένο σημείο»] …   Dictionary of Greek

  • ικμάδα — η (ΑΜ ἰκμάς, άδος) η υγρασία τής γης και η θρεπτική της δύναμη την οποία απομυζούν τα φυτά νεοελλ. στοιχείο ζωτικότητας, η δύναμη για ζωή αρχ. 1. φυσική υγρασία 2. κάθε είδος ζωικών χυμών ή εκκρίσεων 3. σταγόνα, στάλα 4. φρ. «ἰκμὰς Βάκχου» το… …   Dictionary of Greek

  • ισόδενδρος — ἰσόδενδρος, ον (Α) 1. ο ίσος με κάποιο χαρακτηριστικό τού δέντρου («ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος», Πίνδ.) 2. ψηλός, μεγάλος σαν δέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δἐνδρον] …   Dictionary of Greek

  • τέκμωρ — τὸ, Α βλ. τέκμαρ …   Dictionary of Greek

  • τεκμαίρομαι — ΝΜΑ (και ενεργ τακμαίρω Α [τέκμαρ] από ορισμένα σημεία πράγματα κρίνω, συνάγω συμπέρασμα για κάτι (α. «δεν τεκμαίρεται το άλλοθί του» β. «τὴν ἀνάστασιν ἐτεκμήραντο», Ευστ. γ. «προσβάσεις τεκμαίρεται πύργων ἄνω τε κάτω τε τείχη μετρῶν», Ευρ. δ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”